- βαρυθυμία
- ηη μελαγχολία, η δυσαρέσκεια, η άσχημη, κακή διάθεση: Η βαρυθυμία του οφείλεται στην οικονομική του στενότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρυθυμία — και βαρυθυμιά, η (AM βαρυθυμία) [βαρύθυμος] δυσθυμία, σκυθρωπότητα … Dictionary of Greek
βαρυθυμία — βαρυθῡμίᾱ , βαρυθυμία sullenness fem nom/voc/acc dual βαρυθῡμίᾱ , βαρυθυμία sullenness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυθυμίαι — βαρυθῡμίαι , βαρυθυμία sullenness fem nom/voc pl βαρυθῡμίᾱͅ , βαρυθυμία sullenness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυθυμίας — βαρυθῡμίᾱς , βαρυθυμία sullenness fem acc pl βαρυθῡμίᾱς , βαρυθυμία sullenness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυμία — η (Α ἀθυμία) [ἄθυμος] έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, στενοχώρια αρχ. έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, δειλία … Dictionary of Greek
αμεράκλωτος — η, ο [μερακλώνω] 1. αυτός που δεν έχει ερωτική βαρυθυμία, ντέρτι, σεκλέτι 2. αυτός που δεν μερακλώθηκε, δεν απόκτησε κέφι, ευθυμία, διάθεση … Dictionary of Greek
κακοθυμία — η (Α κακοθυμία) [κακόθυμος] κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή νεοελλ. ανώμαλη κατάσταση τού θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά … Dictionary of Greek
κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… … Dictionary of Greek
μαχμουρλίκι — το 1. η κατάσταση τού μαχμουρλή, ακεφιά ή δυσθυμία μετά τον ύπνο, υπνηλία 2. (κατ επέκτ.) βραδύτητα, νωθρότητα, δυσκινησία, βαρυθυμιά («με το μαχμουρλίκι που τόν χαρακτηρίζει δεν πρόκειται να βρει ποτέ δουλειά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahmurluk] … Dictionary of Greek
μελαγχολικός — ή, ό (ΑM μελαγχολικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιά («μελαγχολικός καιρός») 2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία νεοελλ. μσν. βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος μσν. 1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα 2.… … Dictionary of Greek